γαρδινάλης

γαρδινάλης
ο και γαρδενάλης και γαρδινάλες και γαρδινάλιος
ο καρδινάλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαrdenαl < λατ. cardinalis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρδινάλιος — I (Cardinalis). Στρουθιόμορφα πτηνά της οικογένειας των σπιζιδών, ιθαγενή της Βόρειας Αμερικής. Έχουν ένα χαρακτηριστικό λοφίο στο κεφάλι και κόκκινο φτέρωμα – τουλάχιστον σε ορισμένα τμήματα. Τυπικός εκπρόσωπος της ποικιλόμορφης αυτής ομάδας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”